- διασκορπισμός
- οσπατάλη, σκόρπισμα: Ο διασκορπισμός των κεφαλαίων της εταιρείας επέφερε μεγάλη ζημιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διασκορπισμός — scattering masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασκορπισμός — ο (Α διασκορπισμός) διασκόρπιση* αρχ. σύγχυση … Dictionary of Greek
διασκορπισμοῦ — διασκορπισμός scattering masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασκορπισμῷ — διασκορπισμός scattering masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασκορπισμόν — διασκορπισμός scattering masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασκεδασμός — Διασπορά, διασκορπισμός· εξαφάνιση, διάλυση· ταραχή, σύγχυση. δ.φωτός.Η εξάρτηση της ταχύτητας του κύματος και του δείκτη διάθλασης από το μήκος κύματος. Αποτέλεσμα αυτού είναι το φαινόμενο του διαχωρισμού μιας ακτίνας μη μονοχρωματικού φωτός… … Dictionary of Greek
διασπορά — Ο διασκορπισμός, η διάδοση. (Βοτ.)δ. σπόρων. Η διαδικασία διασκόρπισης των σπόρων και η απελευθέρωσή τους από τους ώριμους καρπούς που τους περιέχουν. Υπάρχουν φυτά ή, ακριβέστερα, σπόροι των οποίων η δ. διευκολύνεται με τη μεσολάβηση διαφόρων… … Dictionary of Greek
διαρροή — η 1. το να διαρρέει κάτι 2. εκροή, ροή μέσα από κάτι ή έξω από κάτι, διαφυγή, απώλεια (υγρού ή αερίου) 3. χύσιμο 4. διαφυγή, διασκορπισμός (στρατεύματος, χρημάτων, οπαδών κ.λπ.) αρχ. αγωγός, σωλήνας … Dictionary of Greek
διασκέδαση — η (AM διασκέδασις) νεοελλ. 1. ψυχαγωγία, τέρψη 2. ευωχία, γλέντι αρχ. μσν. διασπορά, διασκορπισμός … Dictionary of Greek
εκσκορπισμός — ἐκσκορπισμός, ο (Α) διασκορπισμός … Dictionary of Greek